φορμίς

From LSJ
Revision as of 16:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορμίς Medium diacritics: φορμίς Low diacritics: φορμίς Capitals: ΦΟΡΜΙΣ
Transliteration A: phormís Transliteration B: phormis Transliteration C: formis Beta Code: formi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of φορμός, small basket, Ar.V.58, Alex.310; used for fishing, Arist.HA547a2.

German (Pape)

[Seite 1300] ίδος, ἡ, dim. von φορμός, Körbchen, Ar. Vesp. 58.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petit panier, petite corbeille.
Étymologie: dim. de φορμός.

Russian (Dvoretsky)

φορμίς: ίδος ἡ [demin. к φορμός плетенка, корзинка Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φορμίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ φορμός, μικρὸν καλάθιον, Ἀριστοφ. Σφ. 58, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 69· χρήσιμον εἰς ἁλιείαν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 5· ― οὕτω φορμίσκος, ὁ, Πλάτ. Λῦσις 206Ε· «φορμίσκοι, καλαθίσκοι, πλεκτὰ ἀγγεῖα» Ἐτυμ. Μέγ. 798, 51· φορμίσκιον, τό, Πολυδ. Ζ΄, 173.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. υποκορ. φορμίον
2. πλεκτό αλιευτικό όργανο, είδος κύρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].

Greek Monotonic

φορμίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του φορμός, σε Αριστοφ.