χαρακιά

From LSJ
Revision as of 16:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

η, Ν
1. ίχνος χάραξης, χαράκι, χαραγματιά («η πόρτα είναι γεμάτη χαρακιές»)
2. ευθεία γραμμή που γίνεται με τον χάρακα
3. χτύπημα με χάρακα («ο δάσκαλος μού έδωσε τρεις χαρακιές στο χέρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρακας + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιριά)].