φυγόξενος

From LSJ
Revision as of 16:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγόξενος Medium diacritics: φυγόξενος Low diacritics: φυγόξενος Capitals: ΦΥΓΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: phygóxenos Transliteration B: phygoxenos Transliteration C: fygoksenos Beta Code: fugo/cenos

English (LSJ)

ον, shunning strangers, inhospitable, φυγόξενος στρατός Pi.O.11(10).17.

German (Pape)

[Seite 1312] Fremde, Gastfreunde scheuend, ihnen abhold, = κακόξενος, Pind. Ol. 10, 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit les hôtes ou l'hospitalité, inhospitalier.
Étymologie: φεύγω, ξένος.

Russian (Dvoretsky)

φῠγόξενος: избегающий иноземцев, т. е. негостеприимный Pind.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόξενος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, φυγόξενος στρατός, οἱ Δωριεῖς, Πινδ. Ο. 11 (10). 18. πρβλ. ξενηλασία.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + ξένος (πρβλ. φιλόξενος)].

Greek Monotonic

φῠγόξενος: -ον, αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

φῠγό-ξενος, ον,
shunning strangers, inhospitable, Pind.