ὁμόθηλος
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
English (LSJ)
ον, = ὁμογάλαξ, Hsch.s.v. ἀγάλακτος.
German (Pape)
[Seite 334] von derselben Mutterbrust genährt, Hesych. v. ἀγάλακτος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόθηλος: -ον, = ὁμογάλαξ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀγάλακτος.
Greek Monolingual
ὁμόθηλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁμογάλαξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θηλή (πρβλ. νεόθηλος)].