ῥοδαλός

From LSJ
Revision as of 17:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδᾰλός Medium diacritics: ῥοδαλός Low diacritics: ροδαλός Capitals: ΡΟΔΑΛΟΣ
Transliteration A: rhodalós Transliteration B: rhodalos Transliteration C: rodalos Beta Code: r(odalo/s

English (LSJ)

ή, όν,= ῥόδινος, παρειαί Opp.C.1.501.

German (Pape)

[Seite 846] = ῥόδινος, Opp. Cyn. 1, 501, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδᾰλός: -ή, -όν, = ῥόδιος, εὔχρους, παρειαὶ Ὀππ. Κυνηγ. 1. 501.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥοδαλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, που το χρώμα του μοιάζει με του ρόδου, τριανταφυλλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + επίθημα -αλός (πρβλ. ομαλός)].