Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
ο (θηλ. αγωγιάτισσα)
αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων με υποζύγιο ή τροχοφόρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγώγι + παραγ. κατάλ. -άτης.
ΠΑΡ. αγωγιάτικος].