ποικιλόδακρυς
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
υος, ὁ, ἡ, shedding many tears, Nonn.D.10.45.
German (Pape)
[Seite 649] mit manchen Thränen, Nonn. D. 10, 45 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόδακρυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ χέων πολλὰ δάκρυα Νόνν. Δ. 10. 45.
Greek Monolingual
-άκρυος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που χύνει πολλά δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δάκρυ (πρβλ. βαρύδακρυς)].