ἑπταπάλαιστος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
[πᾰ], ον, seven palms long, S.E.M.9.321:—early Att. ἑπταπάλαστος IG12.373.237.
German (Pape)
[Seite 1013] von sieben Handbreiten, S. Emp. adv. phys. 321.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτᾰπάλαιστος: длиной в семь палест, т. е. 5.4 м Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταπάλαιστος: -ον, ἔχων μῆκος ἑπτὰ παλαιστῶν (παλαμῶν), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 321.
Greek Monolingual
ἑπταπάλαιστος, -ον (Α)
μήκους επτά παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + -πάλαιστος, όπως εμφανίζεται ως β’ συνθετικό το παλαστή «παλάμη»].