ловкость
From LSJ
Menander, fragment 761
Russian > Greek
πολυτροπία, πολυτροπίη, φιλότεχνον, ἐπιδεξιότης, εὐχέρεια, φιλοτεχνία, εὐστοχία, δριμύτης, δεξιότης, λῆμα, λᾶμα, σοφία, παλάμη
πολυτροπία, πολυτροπίη, φιλότεχνον, ἐπιδεξιότης, εὐχέρεια, φιλοτεχνία, εὐστοχία, δριμύτης, δεξιότης, λῆμα, λᾶμα, σοφία, παλάμη