εἰστοξεύω

From LSJ
Revision as of 12:18, 18 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰστοξεύω Medium diacritics: εἰστοξεύω Low diacritics: ειστοξεύω Capitals: ΕΙΣΤΟΞΕΥΩ
Transliteration A: eistoxeúō Transliteration B: eistoxeuō Transliteration C: eistokseyo Beta Code: ei)stoceu/w

English (LSJ)

A shoot arrows at, Hdt.9.49. II ἐστοξεύω βιβλία ἐς τὸ στρατόπεδον = shoot papers attached to arrows into.., D.C.48.25. III metaph., τὰ ὁρώμενα τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται Hld.3.7.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐστοξεύω Hdt.9.49, App.BC 4.121
1 tr. disparar flechas τὴν στρατιὴν ... ἐσακοντίζοντές τε καὶ ἐστοξεύοντες Hdt.l.c., τοὺς ... ἥκοντας ... ἠκροβολίζοντό τε ἀπὸ τῶν τειχῶν καὶ εἰσετόξευον Hld.9.5.6, c. ac. int. διὰ βιβλίων τινῶν ἃ ἐς τὸ στρατόπεδον ἐσετόξευε mediante escritos que lanzaba al campamento (sujetos a las flechas), D.C.48.25.3, en v. pas. ἐχθρῶν ... διὰ τὴν ἐγγύτητα ἐστοξεύεσθαι δυναμένων enemigos que debido a la proximidad podían ser alcanzados por las flechas App.l.c.
2 intr., c. dat. clavarse fig. διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύοντα la pasión que se clava en las almas a través de los ojos Hld.3.7.5.

German (Pape)

[Seite 746] hineinschießen; Her. 9, 49; D. Cass. 48, 25 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

lancer des flèches dans ou sur.
Étymologie: εἰς, τοξεύω.

Russian (Dvoretsky)

εἰστοξεύω: ион. ἐστοξεύω (во что-л.) пускать стрелы, стрелять (ἐσακοντίζειν καὶ ἐ. Her.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰστοξεύω: ῥίπτω βέλη ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 9. 49. ΙΙ. ἐστ. βιβλία ἐς τὸ στρατόπεδον, ῥίπτω ἔσω δελτία προσηρτημένα εἰς τὰ βέλη, εἰς..., Δίων Κ. 48. 25.

Greek Monolingual

εἰστοξεύω (Α)
1. ρίχνω βέλη εναντίον κάποιου, σημαδεύω
2. ρίχνω κάτι προσαρμοσμένο σε βέλος.

Middle Liddell

fut. σω
to shoot arrows at, Hdt.