παρεμφέρω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
A to be somewhat like, Asclep. ap. Gal.14.168.
II Pass., to be brought in besides, Vett. Val.246.15.
2 float in as well, Gal.19.616.
German (Pape)
[Seite 515] (s. φέρω), nahe kommen, etwas ähnlich sein, τινί, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμφέρω: εἶμαι κἄπως ὅμοιος, τινι διάφ. γραφ. ἐν Διοσκ. 1. 74, Γαλην. τ. 14, σ. 168, 16.
Greek Monolingual
Α εμφέρω
1. είμαι λίγο ή κάπως όμοιος («ἄλυσσος βοτάνη τῷ πρασίῳ παρεμφέρουσα», Ασκληπιάδ. Ν.)
2. παθ. παρεμφέρομαι
εισάγομαι κάπου επί πλέον
3. παθ. κυμαίνομαι επίσης κι εγώ («τὰ παρεμφερόμενα ἐν τῷ χύματι», Γαλ.).