ἀηδώ
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
= ἀηδών (songstress, nightingale, cicada, mouthpiece), gen. ἀηδοῦς S.Aj. 628 (lyr.), voc. ἀηδοῖ Ar. Av. 679 (lyr.) ; nom. pl. ἄηδοι Sappho Oxy. 1787.6.7. (Mytil. acc. to Sch. S. l.c.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδώ: ἀηδών: ἐκ τοῦ τύπου τούτου ἔχομεν γενικὴν ἀηδοῦς, Σοφ. Αἴ. 628 (ὁ Σχολ. λέγει ὅτι εἶναι Μυτιλην. τύπος), κλητ. ἀηδοῖ, Ἀριστοφ. Ὄρ. 679.
Greek Monotonic
ἀηδώ: = ἀηδών, γεν. ἀηδοῦς, σε Σοφ., κλητ. ἀηδοῖ, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
= ἀηδών, Soph.