Κυρηναϊκός
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
Κυρηναϊκή, Κυρηναϊκόν, Cyrenaic: οἱ Κυρηναϊκοί: the disciples of Aristippus of Cyrene, D.L.2.85; Κυρηναϊκὴ φιλοσοφία, Κυρηναϊκὴ αἵρεσις, Str.17.3.22, D.L. 1.18.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Cyrène ; οἱ Κυρηναϊκοί les Cyrénaïques, disciples d'Aristippe de Cyrène.
Étymologie: Κυρηναῖος.
Greek (Liddell-Scott)
Κῠρηναϊκός: -ή, -όν, ὁ ἐκ Κυρήνης· οἱ Κυρηναϊκοί, οἱ μαθηταὶ καὶ ὀπαδοὶ τοῦ ἐκ Κυρήνης Ἀριστίππου, Διογ. Λ. 2. 85· Κυρηναϊκὴ φιλοσοφία, αἵρεσις Στράβ. 837.
Russian (Dvoretsky)
Κῡρηναϊκός: II ὁ последователь киренской философии Plut.
киренекий: ἡ Κυρηναϊκὴ αἵρεσις или φιλοσοφία Diog. L. киренская философия (т. е. учение Аристиппа Киренского).