σχενδυλόληπτοι
From LSJ
English (LSJ)
ἐσχενδυλῆσθαι ἔλεγον τοὺς ἐν τοῦς ταύροις (sic) ἀπὸ τοῦ χαλκευτικοῦ ὀργάνου, ὃ σχενδύλη λέγεται, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἐσχενδυλῆσθαι ἔλεγον τοὺς ἐν τοῖς ταύροις ἀπὸ τοῦ χαλκευτικού ὀργάνου, ὃ σχενδύλη λέγεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχενδύλη «λαβίδα» + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. πυρίληπτος].