πυρίληπτος
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
πυρίληπτον, seized by fire, πεδία π. volcanic country, Str.12.2.7; πέτραι Id.16.2.44.
German (Pape)
[Seite 822] vom Feuer ergriffen, auch akt., Feuer in sich habend u. nährend, Strab.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui renferme ou entretient du feu dans son sein, volcanique.
Étymologie: πῦρ, λαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίληπτος: -ον, ὁ καταληφθεὶς ὑπὸ τοῦ πυρός, πεδίον π. ἡφαιστειῶδες, Στράβ. 538· πέτραι αὐτόθι 764.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που άρπαξε, που πήρε φωτιά («πυρίληπτα πεδία», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. ερωτόληπτος, νυμφόληπτος].
Greek Monotonic
πῠρίληπτος: -ον, αυτός που καταλαμβάνεται από τη φωτιά, ηφαιστειακός, σε Στράβ.