λιβάνινος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον,
A made of frankincense, Glossaria
II frankincense-coloured, POxy.114.5 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 42] von Weihrauch gemacht.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβάνινος: -η, -ον, παρεσκευασμένος ἐκ λιβανωτοῦ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
λιβάνινος, -ίνη, -ον (Α) λίβανος
1. παρασκευασμένος από λιβάνι
2. αυτός που έχει το χρώμα του λιβανιού.