λιβάνινος

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνινος Medium diacritics: λιβάνινος Low diacritics: λιβάνινος Capitals: ΛΙΒΑΝΙΝΟΣ
Transliteration A: libáninos Transliteration B: libaninos Transliteration C: livaninos Beta Code: liba/ninos

English (LSJ)

η, ον,
A made of frankincense, Glossaria
II frankincense-coloured, POxy.114.5 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 42] von Weihrauch gemacht.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβάνινος: -η, -ον, παρεσκευασμένος ἐκ λιβανωτοῦ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λιβάνινος, -ίνη, -ον (Α) λίβανος
1. παρασκευασμένος από λιβάνι
2. αυτός που έχει το χρώμα του λιβανιού.