ῥέγχος
From LSJ
δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος → receive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours
English (LSJ)
ῥέγχω, ῥεγχώδης, v. ῥεγκος. ῥέδα, ῥέδιον, v. ῥαῖδα, ῥαίδιον. ῥέδδω, v. ῥέζω (A). ῥέεθρον, Ion. and poet. for ῥεῖθρον (q.v.).
German (Pape)
[Seite 837] τό, = ῥέγκος, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέγχος: ῥέγχω, ῥεγχώδης, ἴδε ῥεγκ-.
Greek Monolingual
και ῥέγκος, τὸ, Α
ροχαλητό, ρεγχασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥέγχος / ῥέγκος συνδέονται με το ρ. ῥέγχω / ῥέγκω.