μίαχος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
μίασμα, ἀσέβημα, κτλ., Hsch.; also, = τὸ δυσῶδες, Id. μιαχρός, ά, όν, = καθαρός, Id.
German (Pape)
[Seite 182] τό, u. μιαχρός, = μίασμα, μιαρός, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μίαχος: (;) «μίασμα, ἀσέβημα· τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δυσώδους» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μίαχος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «μίασμα, ἀσέβημα»
2. «τὸ δυσῶδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μια- του μιαίνω, πιθ. με επίθημα -χος (πρβλ. βόστρυχος)].