στηρικτός

From LSJ
Revision as of 09:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηρικτός Medium diacritics: στηρικτός Low diacritics: στηρικτός Capitals: ΣΤΗΡΙΚΤΟΣ
Transliteration A: stēriktós Transliteration B: stēriktos Transliteration C: stiriktos Beta Code: sthrikto/s

English (LSJ)

στηρικτή, στηρικτόν, solid, firmly based, Hymn.Is. 163. = στηρικτικός (stationary), Cat.Cod.Astr. 1.100.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στηρίζω
1. σταθερός, ασάλευτος («ἄκραις στηρικταῑς», Ύμν. Ίσ.)
2. στηρικτικός.