πυριστεφής
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
πυριστεφές,
A fire-wreathed or crowned, Nonn.
D8.289.
German (Pape)
[Seite 823] ές, mit Feuer gekränzt, umgeben; εὐνή, Nonn. D. 8, 289; Procl. Hymn. in Solem.
Greek (Liddell-Scott)
πῠριστεφής: -ές, ὁ πυρὶ ἐστεμμένος, Νόνν. Διον. 8. 289.
Greek Monolingual
-ές, Α
περικυκλωμένος από φωτιά («πυριστεφής εὐνή», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -στέφης (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. κισσο-στεφής, χρυσο-στεφής].