σκοτοειδής
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
σκοτοειδές, dark-looking, Hsch. s.v. ζοφοειδές.
German (Pape)
[Seite 905] ές, finster, dunkel von Ansehen, Hesych.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'aspect sombre.
Étymologie: σκότος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
σκοτοειδής: Plat. v.l. = σκιοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτοειδής: -ές, ὁ φαινόμενος σκοτεινός, Πλάτ. Φαίδων 81D Βεκκῆρ. (ἕτεροι σκιοειδ-).
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που φαίνεται σκοτεινός («ψυχῶν σκοτοειδῆ φαντάσματα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -ειδής].
Greek Monotonic
σκοτοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Πλάτ.
Middle Liddell
σκοτο-ειδής, ές εἶδος
dark-looking, Plat.
Léxico de magia
v. σχῆμα