χνιαρωτέρα
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
χνοωτέρα, Hsch. χνίει· ψακάζει, θρύπτει, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χνοω < δεσ>τέρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος ανήκει πιθ. στην οικογένεια του ρ. χναύω. Ωστόσο, παραμένει πιθανό ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ., ενώ το ερμήνευμα θα οδηγούσε σε μία σύνδεση με τον τ. χνοῦς «χνούδι», του οποίου, όμως, η σύνδεση με τις λ. χναύω, χνόη παραμένει αμφίβολη (βλ. και λ. χνοῦς)].