μελλέβιος
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
ἡμιθανής, καὶ μὴ συνιείς, ἢ ὁ ἐκδιδαγμένος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 125] ein in Ohnmacht od. in den letzten Zügen Liegender, bei dem das Leben zaudert, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μελλέβιος: «ἡμιθανής, [καὶ μὴ συνιείς, ἢ ὁ ἐκδιδαγμένος]» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μελλέβιος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡμιθανής, καὶ μὴ συνιείς, ἢ ὁ ἐκδιδαγμένος».