πολιρραίστης

From LSJ
Revision as of 09:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιρραίστης Medium diacritics: πολιρραίστης Low diacritics: πολιρραίστης Capitals: ΠΟΛΙΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: polirraístēs Transliteration B: polirraistēs Transliteration C: polirraistis Beta Code: polirrai/sths

English (LSJ)

πολιρραίστου, ὁ, (ῥαίω) = πτολίπορθος, Lyc.210.

Greek (Liddell-Scott)

πολιρραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίω) = πτολίπορθος, Λυκόφρ. 210. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πτολίπορθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -ρραίστης (< ῥαίω «σπάω, συντρίβω»), πρβλ. λυκορραίστης, μητρορραίστης].

German (Pape)

ὁ, = πολίπορθος, Lycophr. 210.