πενθεροκτόνος
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
πενθεροκτόνον, gloss on πενθεροφθόρος, Tz. ad Lyc.161.
German (Pape)
[Seite 554] den Schwiegervater tödtend, Tzetz. ad Lycophr. 161.
Greek (Liddell-Scott)
πενθεροκτόνος: -ον, = τῷ ἑπομ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 161.
Greek Monolingual
-ον, Μ
πενθεροφθόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.