ἀχώνευτος

From LSJ
Revision as of 09:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχώνευτος Medium diacritics: ἀχώνευτος Low diacritics: αχώνευτος Capitals: ΑΧΩΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: achṓneutos Transliteration B: achōneutos Transliteration C: achoneftos Beta Code: a)xw/neutos

English (LSJ)

ἀχώνευτον, = ἄκαυστος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀχώνητος PCair.Zen.742.8 (III a.C.), pero cf. ἀκώνητος
• Morfología: [fem. ἀχωνεύτη PCair.Zen.741.31 (III a.C.)]
1 no recubierto con pez λήκυθοι PCair.Zen.741.l.c., κερ(άμια) PCair.Zen.742.l.c.
2 no fundido, ἄγαλμα Socr.Sch.HE 5.16.12
τὴν ... παλάμην ἀχώνευτον Rom.Mel.30.αʹ.1, ἀχώνευτον· ἄκαυστον Hsch.
3 indigesto, no digerido, AB 1096.

German (Pape)

[Seite 420] nicht geschmolzen, nicht zu schmelzen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχώνευτος: -ον, ὁ μὴ χωνευθείς, μὴ χυθεὶς εἰς τύπον, Ἐκκλ. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ χωνεύσῃ, δηλ. νὰ τήξῃ, «ἀχώνευτον· ἄκαυστον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχώνευτος, -ον)
εκείνος που δεν έλειωσε στο χωνευτήρι
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να λειώσει στο χωνευτήρι
νεοελλ.
1. (για τροφές) αυτός που δύσκολα χωνεύεται, ο δύσπεπτος
2. εκείνος που δεν έχει αφομοιωθεί, δεν έχει γίνει κατανοητός
3. αντιπαθητικός, ανυπόφορος
4. ασυγχώρητος.