ἴμεν
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ἴμεναι [ῐ], Ep. inf. of εἶμι (ibo).
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. de εἶμι;
inf. prés. épq. de εἶμι.
Russian (Dvoretsky)
ἴμεν:
1 1 л. pl. к εἶμι;
2 эп. inf. к εἶμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἴμεν: ἴμεναι ῐ, Ἐπικ. ἀπαρ. τοῦ εἶμι.
Greek Monotonic
ἴμεν:I. αʹ πληθ. του εἶμι (ibo), II. ἴμεν, ἴμεναι [ῐ], Επικ. απαρ. του εἶμι.