ἐπίχυσις

From LSJ
Revision as of 10:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχῠσις Medium diacritics: ἐπίχυσις Low diacritics: επίχυσις Capitals: ΕΠΙΧΥΣΙΣ
Transliteration A: epíchysis Transliteration B: epichysis Transliteration C: epichysis Beta Code: e)pi/xusis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἐπιχέω)
A pouring upon or in, influx, Pl.Ti.77d, Arist.Mete.356a6; ποταμῶν ἐπιχύσεις Ath.8.331d; τῶν ὄμβρων D.C.41.45: metaph., ἐ. πολιτῶν Pl.Lg.740e; τῆς τῶν ἡδονῶν ῥώμης ib.841a.
2 = ὑπόχυσις, Phlp.in de An.291.32.
3 = κονίασις, Hsch.
II toast, Plb.16.21.12 (pl.); ἐπιχύσεις τινὸς λαμβάνειν, ποιεῖσθαι (cf.ἐπιχέω ΙΙ), Plu.Demetr.25, Brut.24.
2 anointing, ἐν ταῖς ἐπιχύσεσι IG12(1).155.121 (Rhodes).
III beaker or wine-jug, Men.503, Phylarch.44J., Plaut.Rud.1319; ἐ. τοῦ χαλκίου Ar.Fr.214.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de verser sur, particul. action de boire à la santé de qqn : ἐπίχυσιν λαμβάνειν ou ποιεῖσθαί τινος PLUT porter la santé de qqn.
Étymologie: ἐπιχέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχῠσις: -εως, ἡ, (ἐπιχέω) χύσις ἐπί τινος ἢ ἔν τινι, εἰσροή, Πλατ. Τιμ. 77D, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 20· ποταμῶν ἐπιχύσεις Ἀθήν. 331D· τῶν ὄμβρων Δίων Κ. 41. 45: - μεταφ., ἐπ. πολιτῶν Πλάτ. Νόμ. 740Ε· τῆς τῶν ἡδονῶν ῥώμης αὐτόθι 841Α. 2) = ὑπόχυσις, πάθος τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμῶν ἐπιχύσεις τε καὶ λευκώματα Νικηφ. Κάλλιστος ἐν Lambec Bibl. Caes. τ. 8, σ. 123Β. 3) = κονίασις, Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ πλήρωσις τῶν ποτηρίων διὰ πρόποσιν, ὅπερ ἦν ἔργον τοῦ οἰνοχόου, Πολύβ. 16. 21, 22· ἐπίχυσίν τινος λαμβάνειν, ποιεῖσθαι (πρβλ. ἐπιχέω ΙΙ), Πλουτ. Δημήτρ. 25, Βροῦτ. 24· ἐν ταῖς ἐπιχύσεσι = ἐν τοῖς συμποσίοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. 121. ΙΙΙ. ποτήριον, ἢ οἴνου λάγηνος, Μένανδ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 1· ἐπ. χαλκίου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 12· πρβλ. Φύλαρχον παρ᾿ Ἀθην. 142D.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχῠσις: εως ἡ
1 вливание, приток Plat.;
2 перен. наплыв (πολιτῶν Plat.);
3 прилив (τῆς ῥώμης Plat.);
4 здравица Polyb.: ἐπίχυσίν τινος λαμβάνειν и ποιεῖσθαι Plut. пить за чье-л. здоровье;
5 кубок, чаша Arph., Men.

German (Pape)

ἡ, das Aufgießen, der Aufguß, Plat. Tim. 77d und Sp.; – das Daraufströmen, -fließen, ὄμβρων DC. 41.45; übertragen, ἐπ. ὑπερβάλλουσα πολιτῶν, Zufluß von Bürgern, Plat. Legg. V.740e; – das Einschenken um Gesundheit zu trinken, das Gesundheittrinken (s. ἐπιχέω, med.), αἱ ἐν τοῖς πότοις ἐπιχύσεις Pol. 16.21.12; vgl. Ath. X.427c; ἐπίχυσιν λαμβάνειν, ποιεῖσθαι, = ἐπιχεῖσθαι, τινός, auf Jem. Gesundheit trinken, Plut. Demetr. 25, Brut. 24. – Auch ein Gefäß zum Eingießen, Men. bei Ath. XI.484d, vgl. IV.142d.