θεραπευτέον
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
A one must do service to, τοὺς θεούς X.Mem.2.1.28.
2 one must court, flatter, τοὺς ἀκούοντας ἐπαίνῳ Arist.Rh.Al.1436b32.
II one must cultivate, τὴν γῆν X.l.c.
2 one must treat medically, Pl.R. 408b, Dsc.Eup.1.101.
3 one must prepare fat, Id.2.76.
III Adj. θεραπευτέος, α, ον, to be courted, Luc.Merc.Cond.38.
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰπευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θεραπεύω, δεῖ θεραπεύειν, Ξεν. Άπομν. 2. 1, 28, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 30. 7, Πλάτ. Πολ. 408B.
Greek Monotonic
θερᾰπευτέον:I. ρημ. επίθ. του θεραπεύω, κάποιος πρέπει να υπηρετεί τοὺς θεούς, σε Ξεν.
II. 1. κάτι που πρέπει να καλλιεργηθεί, τὴν γῆν, σε Πλάτ.
2. κάτι που πρέπει να θεραπευθεί, στον ίδ.