καταφύω
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
English (LSJ)
aor. 1 -έφῡσα,
A implant, insert, [ἡ φύσις νεῦρα] εἰς τὰς σάρκας κατέφυσε Gal.UP1.18, cf. 4.11:—Pass., aor. 2 κατέφυν Hsch. (also in part. -φυέν Id.): pf. -πέφυκα Plu.2.442c:—to be inserted, of muscles, nerves, etc., Gal.5.563,7.185, UP13.12 (pres. Act. in same sense, Id.2.240); penetrate, εἰς τὴν πεπονθυῖαν σάρκα Id.18(2).599: generally, to be produced, περὶ τὸ σῶμα Plu.l.c.
II Med., overrun a country, Suid., Phot.
French (Bailly abrégé)
planter ; pf. καταπέφυκα au sens intr. être produit.
Étymologie: κατά, φύω.
Greek Monolingual
καταφύω (Α)
1. εμφυτεύω, παρεμβάλλω («[ἡ φύσις νεῡρα] εἰς τὰς σάρκας κατέφυσε», Γαλ.)
2. παθ. καταφύομαι
(για μυς ή νεύρα) προσφύομαι
3. μέσ. καταφύομαι
διατρέχω κάποια χώρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-φύω inplanten; med.-pass., intrans.; met perf. καταπέφυκα vastzitten, van spieren en pezen. Hp.