ἐντρεχής
τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known
English (LSJ)
ἐντρεχές,
A skilful, ready, ἐν πόνοις καὶ μαθήμασι καὶ φόβοις ἐντρεχέστατος Pl.R. 537a: abs., Longin.44.1, M.Ant.6.14, etc.; τὸ ἐντρεχές = skill, skillfulness, diligence Perseusap. Philetaer.Gramm. in Rh.Mus.43.416. Adv. ἐντρεχῶς = skilfully, with care, with diligence Iamb.Protr.5: Comp. ἐντρεχέστερον M.Ant.7.66; ἐντρεχεστέρως An.Ox.3.188.
II ἐντρεχέστερον· γοργότερον, Hsch.
Spanish (DGE)
-ές
1 diligente, dispuesto ἐν πᾶσι δὴ τούτοις ... ἐντρεχέστατος Pl.R.537a, cf. LXX Si.31.22, δριμεῖαί τε καὶ ἐντρεχεῖς ... φύσεις espíritus penetrantes y ágiles Longin.44.1, cf. Plb.22.19.3, M.Ant.6.14, διάνοια S.E.P.2.62, cf. Vett.Val.48.23, τῶν ἰουρατόρων δύο τοὺς μάλιστα ἐντρεχεστέρους PBeatty Panop.2.87, 90 (IV d.C.)
•subst. neutr. τὸ ἐντρεχές = habilidad, destreza τὸ τοῦ ἀετοῦ ... πρὸς τὴν τροφὴν ἐ. Dion.Ar.CH 15.8, τὸ τῆς ψυχῆς ἐ. ... πρὸς φιλοσοφίαν Sch.Pl.Euthphr.11c (p.419)
•neutr. compar. como adv. con gran habilidad ἐντρεχέστερον τοῖς σοφισταῖς διελέγετο M.Ant.7.66.
2 adv. ἐντρεχῶς = hábilmente, con habilidad τὴν παραίτησιν ἐ. διέθετο expuso hábilmente la petición Philostr.VS 626, ἐ. πιστεύοντας μεταστῆσαι ἀπὸ τῆς πίστεως alejar hábilmente de la fe a los creyentes Origenes Cels.1.50, cf. Iambl.Protr.5, Gloss.2.35
•con celeridad, diligentemente ἀνδρείας ... ἐ. τὸ ψεῦδος ... ἀπογυμνούσης Isid.Pel.Ep.M.78.656A
•adv. compar. ἐντρεχεστέρως = con mayor diligencia εἰπεῖν An.Ox.3.188, νοεῖν Leontius et Iohannes Sacr.M.86.2097C.
German (Pape)
[Seite 858] ές, bewandert, geübt; ἐν τοῖς πόνοις καὶ μαθήμασι καὶ φόβοις ἐντρεχέστατος Plat. Rep. VII, 537 a; verschlagen, Hdn. 5, 8, 7 u. a. Sp. – Adv. ἐντρεχῶς, Pol. 5, 144; ἐντρεχέστερον διαλέγεσθαι M. Anton. 7, 66.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
diligent, adroit, preste;
Sp. ἐντρεχέστατος.
Étymologie: ἐντρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐντρεχής: опытный, искусный (ἔν τινι ἐντρεχέστατος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρεχής: -ές, δεξιός, γοργός, ὀξύς, ἕτοιμος, ἐν πόνοις καὶ μαθήμασι καὶ φόβοις ἐντρεχέστατος Πλάτ. Πολ. 537Α· ἀπολ. Μ. Ἀντων. 6. 14, Λογγῖνος 44. - Ἐπίρρ. ἐντρεχῶς, συγκριτ. -έστερον, Μ. Ἀντων. 7. 66.
Greek Monolingual
ἐντρεχής, -ές (AM)
1. ικανός, επιδέξιος, γοργός, οξύνους, έτοιμος για κάτι («ὅς ἄν ἐντρεχέστατος ἀεὶ φαίνηται», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεχές
η εντρέχεια.
επίρρ...
έντρεχώς
με επιδέξιο τρόπο, γοργά.