Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λευκόϊον

From LSJ
Revision as of 10:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόϊον Medium diacritics: λευκόϊον Low diacritics: λευκόϊον Capitals: ΛΕΥΚΟΪΟΝ
Transliteration A: leukóïon Transliteration B: leukoion Transliteration C: lefkoion Beta Code: leuko/i+on

English (LSJ)

[ῐ], τό, for λευκὸν ἴον, lit.
A white-violet:
I gilliflower, Matthiola incana, Theoc.7.64, Dsc.3.123, etc.
II snowdrop, Galanthus nivalis, flowering very early, Thphr. HP 6.8.1; joined with the narcissus and lily in AP5.143 (Mel.), 146 (Id.).
III λ. τὸ μέλαν, = ἴον τὸ μέλαν, Hp.Nat.Mul. 32.

German (Pape)

[Seite 34] τό, d. i. λευκὸν ἴον, das weiße Veilchen, die Levkoie, von ihrem Geruch benannt, Hippocr.; Pol. 34, 8, 5; Theocr. 7, 64 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 giroflée blanche, quarantaine, plante;
2 boule-de-neige, plante;
3 essence de giroflée blanche.
Étymologie: λευκός, ἴον.

Russian (Dvoretsky)

λευκόϊον: τό левкой (Matthiola incana) Arst., Theocr., etc.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόϊον: τό, ἀντὶ λευκὸν ἴον, κυρίως, ἀλλ’ εὕρηται ὡς ὄνομα διαφόρων φυτῶν, 1) τοῦ ἄσπρου «μενεξέ», Διοσκ. 3. 138, Θεόκρ. 7. 64, κτλ. ΙΙ. βολβώδους τινὸς φυτοῦ, Ἱππ. 570, 48, κτλ.· ἀνθεῖ δὲ λίαν ἐνωρίς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1· καὶ συνεκφέρεται μετὰ τοῦ ναρκίσσου καὶ τοῦ κρίνου ἐν Ἀνθ. Π. 5. 144, 147. Πρβλ. ἴον.

Greek Monotonic

λευκόϊον: [ῐ], τό, αντί λευκὸν ἴον, κυριολεκτικά, λευκή βιολέτα, αλλά χρησιμ. και για:
I. το φυτό μενεξές, άσπρος μενεξές, σε Θεόκρ., κ.λπ.
II. βολβώδες φυτό, «νιφάδα χιονιού», σε Ανθ.