σκηνοποιία

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνοποιία Medium diacritics: σκηνοποιία Low diacritics: σκηνοποιία Capitals: ΣΚΗΝΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: skēnopoiía Transliteration B: skēnopoiia Transliteration C: skinopoiia Beta Code: skhnopoii/a

English (LSJ)

ἡ,
A tent-making: pitching of tents, Aen.Tact.8.3, Rev.Arch.3(1934).40 (Amphipolis, iii/ii B.C.), Plb.6.28.3; building of a theatre, D.C.67.2; nest-building, of swallows, Antig.Mir.37: metaph., σ. τῆς τύχης theatrical, dramatic stroke of fortune, Hld.10.16.
II theatrical display, Jul.Or.7.216d.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνοποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν σκηνάς, στήνειν σκηνάς, Πολύβ. 8. 28, 3· μεταφορ., σκ. τῆς τύχης, ἡ συχνὴ μεταβολὴ τῆς τύχης, ὡς εἰ αὕτη ἦτο νομαδικῆς τινος φυλῆς, Ἡλιοδ. 10. 16. ΙΙ. θεατρικὴ ἐπίδειξις, Ἰουλιαν. 216D.

Greek Monolingual

η, σκηνοποιΐα, ΝΑ σκηνοποιός
κατασκήνωση («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν σκηνοποιΐα παραπλήσιος», Αιν. Τακτ.)
αρχ.
1. ίδρυση σκηνής, δημιουργία θεάτρου
2. κτίσιμο φωλιάς
3. θεατρική παράσταση
4. φρ. «σκηνοποιΐα της τύχης»
μτφ. η συχνή μεταβολή της τύχης.

Greek Monotonic

σκηνοποιία: ἡ, κατασκευή ή στήσιμο σκηνής, σε Πολύβ.

Middle Liddell

σκηνοποιία, ἡ,
a pitching of tents, Polyb. [from σκηνοποιός