Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πέτηλος

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέτηλος Medium diacritics: πέτηλος Low diacritics: πέτηλος Capitals: ΠΕΤΗΛΟΣ
Transliteration A: pétēlos Transliteration B: petēlos Transliteration C: petilos Beta Code: pe/thlos

English (LSJ)

η, ον,
A outspread, stretched, ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον (acc. to others flying) Arat.271.
II full-grown, μόσχοι Ath.9.376b (expld. ἀπὸ τῶν κεράτων ὅταν αὐτὰ ἐκπέταλα ἔχωσι), cf. Hsch. s.v. βοῦς π. (-ηνός cod.).

German (Pape)

[Seite 605] ion. statt πέταλος, hingebreitet, -gestreckt, bes. sp. D.; ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον, auf seinen Füßen ruhend, knieend, Arat. 271.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πέταλος.

Greek (Liddell-Scott)

πέτηλος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πέταλος, ἐκτεταμένος, τεντωμένος, ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον (κατ’ ἄλλους = πετόμενον) Ἄρατ. 271.

Greek Monolingual

-ήλη, -ον και πέταλος, -άλη, -ον, Α
1. εκτεταμένος, απλωμένος
2. μεγάλος, αυτός που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετᾱ- του πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω» + επίθημα -λος (πρβλ. έκ-η-λος, κίβδ-η-λος)].