ἐκποτάομαι
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
English (LSJ)
Ion. ἐκποτέομαι = ἐκπέτομαι, fly out or fly forth, of snowflakes, Διὸς ἐκποτέονται Il.19.357; of a ghost, πεδ' ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποτᾱμένα Sapph.68.4: metaph., πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι = where have you scattered your wits, what senselessness has possessed you, quae te dementia cepit; Theoc.11.72,2.19.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. 3a plu. ἐκποτέονται Il.19.357; lesb. perf. part. fem. ἐκπεποταμένα Sapph.55.4]
1 revolotear νιφάδες Διὸς ἐκποτέονται revolotean los copos de nieve procedentes de Zeus, Il.l.c.
2 irse volando en sent. fig. extraviarse, perder el sentido, perder el juicio solo en perf. estar extraviado, fuera de sí κἀν Ἀίδα δόμῳ φοιτάσῃς πέδ' ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποταμένα errarás extraviada entre las sombras de los muertos Sapph.l.c., θυμὸν οὐδ' ἐπὶ χρυσέοις ὅρμοις ἐκπεπόταμαι ni he perdido el juicio en mi espíritu en pos de áureos collares E.El.177, πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι; ¿adónde te has ido volando en tus mientes?, e.e., ¿dónde tienes la cabeza?, ¿es que has perdido el juicio? Theoc.11.72, 2.19, ἐκπεπότημαι· ἐκπέπληγμαι Hsch.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
tomber en volant en parl. de flocons de neige.
Étymologie: ἐκ, ποτάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκποτάομαι: ион. ἐκποτέομαι (= ἐκπέτομαι)
1 слетать, ниспадать (νιφάδες ἐκποτέονται Hom.);
2 взлетать: πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι; Theocr. куда воспарил ты в мыслях?
Greek (Liddell-Scott)
ἐκποτάομαι: Ἰων. -έομαι, = ἐκπέτομαι, ἀποθ., ἐπὶ νιφάδων χιόνος, Διὸς ἐκποτέονται Ἰλ. Τ. 357· ἐπὶ φαντάσματος, φοιτάσεις πεδ’ ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποταμένα Σαπφώ 68 19· μεταφ., πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι; ποῦ ἐπέταξεν ὁ νοῦς σου; Λατ. quae te dementia cepit? Θεόκ. 11. 72, πρβλ. 2. 19.
Greek Monolingual
ἐκποτάομαι και ιων. τ. ἐκποτέομαι (Α)
1. πετώ από ψηλά
2. πέφτω αθόρυβα.
Greek Monotonic
ἐκποτάομαι: Ιων. -έομαι, αποθ., κινούμαι, πετώ στον αέρα, λέγεται για νιφάδες χιονιού, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι; (βʹ ενικ. Δωρ. παρακ.)· = quae te dementia cepit?σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ionic -έομαι
Dep. to fly out or forth, of snow-flakes, Il.: metaph., πᾶ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι (2nd sg. doric perf.); = quae te dementia cepit? Theocr.