λυγισμός

From LSJ
Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγισμός Medium diacritics: λυγισμός Low diacritics: λυγισμός Capitals: ΛΥΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: lygismós Transliteration B: lygismos Transliteration C: lygismos Beta Code: lugismo/s

English (LSJ)

ὁ, a bending, twisting, like the willow, hence of wrestlers, Luc.Anach.24, cj. in Philostr.Im.2.6 (λογ- codd.); of dancers, λυγισμοὺς ὀρχεῖσθαι Id.VA4.21; γονάτων λυγισμοί PMich.in Class.Phil.22.10: metaph., of the windings and twistings of a sophist, Ar. Ra.775 (pl.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
exercices des athlètes pour assouplir leurs membres.
Étymologie: λυγίζω.

German (Pape)

ὁ, das Winden, Krümmen, Biegen, bes. von den geschickten Biegungen und Wendungen, mit welchen der Ringer seinem Gegner ausweicht od. ihn niederzuwerfen sucht, Luc. Anach. 24, Philostr. im. p. 819; und übertragen von den ähnlichen Wendungen der Sophisten bei Redekämpfen, verkünstelte Schnörkeleien im Gesange, ἀκροώμενοι τῶν ἀντιλογιῶν καὶ λ. καὶ στροφῶν ὑπερεμάνησαν, Ar. Ran. 775.

Russian (Dvoretsky)

λῠγισμός:
1 (у борцов), сгибание, извивание, (περιπλοκαὶ καὶ λυγισμοί Luc.);
2 перен. выкрутас, словоизвитие (ἀντιλογίαι καὶ λυγισμοί Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠγισμός: -οῦ, ὁ, κάμψις, στροφή, ὡς ἡ τῆς ἰτέας, ὅθεν ἐπὶ παλαιστῶν, Λουκ. Ἀνάχ. 24, Φιλόστρ. 819· ἐπὶ ὀρχηστῶν, λυγισμοὺς ὀρχεῖσθαι, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοστρ.· καὶ μεταφορ., ἐπὶ τῶν στροφῶν καὶ ὑπεκφυγῶν τῶν σοφιστῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 775.

Greek Monolingual

ο (AM λυγισμός) λυγίζω
λύγισμα, κάμψη, κλίση, στροφή («οἱ κῳμωδούμενοι ἐν φαύλαις ὀργήσεσι λυγισμοί», Ευστ.)
νεοελλ.
φυσ. φαινόμενο αστάθειας μορφής το οποίο εκδηλώνεται σε δομικά στοιχεία που καταπονούνται με θλίψη και κατά το οποίο ένα σώμα παραμορφώνεται και παραμένει παραμορφωμένο υπό την ταυτόχρονη δράση του θλιπτικού φορτίου και της οφειλόμενης στην παραμόρφωση ροπής κάμψεως
μσν.-αρχ.
στον πληθ. οἱ λυγισμοί
α) (για ρήτορα ή σοφιστή) εύστροφες υπεκφυγές σε ρητορικούς αγώνες («οἱ δὲ ἀκροώμενοι τῶν ἀντιλογιῶν καὶ λυγισμῶν καὶ στροφῶν ὑπερεμάνησαν», Αριστοφ.)
β) (για παλαιστές) επιτήδειες κάμψεις του σώματος για διαφυγή από τις λαβες του αντιπάλου.

Greek Monotonic

λῠγισμός: -οῦ, ὁ, κάμψη, στροφή, λέγεται για τους παλαιστές, σε Λουκ.· μεταφ., λέγεται για τις υπεκφυγές των σοφιστών, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λῠγισμός, οῦ, [from λῠγίζω]
a bending, twisting, of wrestlers, Luc.: metaph., of the windings and twistings of a sophist, Ar.