ἑκάτερθε

From LSJ
Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτερθε Medium diacritics: ἑκάτερθε Low diacritics: εκάτερθε Capitals: ΕΚΑΤΕΡΘΕ
Transliteration A: hekáterthe Transliteration B: hekaterthe Transliteration C: ekaterthe Beta Code: e(ka/terqe

English (LSJ)

before a vowel ἑκάτερθεν, poet. Adv.
A = ἑκατέρωθεν, on each side, on either hand, ἀμφίπολός οἱ..ἑ. παρέστη Od.1.335; τρεῖς ἑ. Il. 11.27, cf. A.R. 1.564: also in late Ion. Prose, Aret.SD2.3.
2 c. gen., ἑ. οξμίλου Il.3.340, 23.813, cf. 329; ἑ. πόληος Od.6.263.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -θεν ante vocal
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 adv. a uno y otro lado, de cada lado δράκοντες ... τρεῖς ἑ. tres serpientes a cada lado, Il.11.27, ἀμφίπολος δ' ἄρα οἱ κεδνὴ ἑ. παρέστη una fiel servidora la flanqueaba a cada lado, Od.1.335, τανυσσάμενοι ἑ. A.R.1.564.
2 prep. c. gen. a cada lado de ἑ. ὁμίλου uno a cada lado de la multitud, Il.3.340, 23.813, τοῦ ἑ. a uno y otro lado de este, Il.23.329, ἑ. πόληος Od.6.263, τῆς κύστιος ἑ. ... Aret.SD 2.3.1.

German (Pape)

[Seite 751] vor Vocalen ἑκάτερθεν, = ἑκατέρωθεν, Hom. öfter, ὁμίλου Il. 3, 340.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἑκάτερθεν dev. une cons.

Russian (Dvoretsky)

ἑκάτερθε: (ν) adv. Hom. = ἑκατέρωθεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκάτερθε: ᾰ πρὸ συμφώνου, πρὸ δὲ φωνήεντος -θεν, ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἑκατέρωθεν, ἐξ ἑκατέρου μέρους, Λατ. utrinque, ἀμφίπολος... ἑκάτερθε παρέστη Ὀδ. Α. 335· τρεῖς ἑκ. Ἰλ. Λ. 37, κτλ. 2) μετὰ γεν., ἑκάτερθεν ὁμίλου Γ. 340, πρβλ. Ψ. 329, 813· ἑκάτερθε πόληος Ὀδ. Ζ. 263.

Greek Monotonic

ἑκάτερθε: [ᾰ], πριν από φωνήεν -θεν, επίρρ. αντί ἑκατέρωθεν, από κάθε πλευρά, και από τις δύο μεριές, Λατ. utrinque, σε Όμηρ.· με γεν., στην κάθε πλευρά του, στον ίδ.

Middle Liddell


on each side, on either hand, Lat. utrinque, Hom.: —c. gen. on each side of, Hom.