συνεπακολουθέω

Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

follow closely, accompany, Pl.Phd. 81e, Plu.Alex. 41; τινι Str.8.6.22; Νεῖλος συνεπηκολούθηκα I Nilus have been present too (at the transaction), PFay.43.4 (i B.C.), cf. PLond.2.256 (e).3 (i A.D.); of things, Hp.Oss.4, Ocell.2.22, Sor.1.31, etc.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
suivre ensemble, accompagner, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπακολουθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επακολουθέω van dichtbij volgen, begeleiden.

German (Pape)

mit oder zugleich nachfolgen, Plat. Phaed. 81b und Folgde, Callicratid. bei Stob. Flor. 70.11 und Plut. Alex. 41.

Russian (Dvoretsky)

συνεπᾰκολουθέω: сопровождать Plat., Plut.

Greek Monotonic

συνεπᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ από κοντά, παρακολουθώ, συνοδεύω, επακολουθώ, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπᾰκολουθέω: ἐπακολουθῶ ὁμοῦ, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, συνοδεύω, Πλάτ. Φαίδων 81Ε· τινι Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 426. 15, Στράβ. 380· ἐπὶ πραγμάτων, Ἱππ. 274. 40, Πλούτ., κλπ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to follow closely, Plat.