ἱπποτροφέω
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
aor. -τρόφησα Paus.3.8.1: pf. -τρόφηκα D.L.8.51, (καθ-) Is.5.43; but ἱπποτετρόφηκα Lycurg.139 codd.:—breed or keep horses, Lycurg. l.c., Isoc.16.33, Hyp.Lyc.16, Satyr.1; ἱπποτροφοῦσα πόλις Aen.Tact.26.4; feed horses, ποᾷ χλωρᾷ Dsc.4.15 (v.l. πόαν χλωράν).
German (Pape)
[Seite 1261] Pferde füttern, ziehen, halten, Ath. XII, 534 b; bes. zu Wettrennen, Isocr. 16, 34; εἴ τις ἱπποτετρόφηκεν Lycurg. 139. – Als Pferdefutter brauchen, Diosc.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
élever des chevaux.
Étymologie: ἱπποτρόφος.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποτροφέω: ἀόρ. ἱπποτρόφησα Παυσ. 3. 8, 1: πρκμ. ἱπποτρόφηκα, ἱπποτροφηκότος τοῦ πάππου Διογ. Λ. 8. 51, (καθ-) Ἰσαῖ. 55. 23· ἀλλ’ ἱπποτετρόφηκα Λυκοῦργ. 163. 37. Τρέφω, διατηρῶ ἵππους, Λυκοῦργ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰσοκρ. 353C, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 13, Ἀθήν. 534Β· πρβλ. ἱπποτρόφος ΙΙ, ἱπποβάτης. ΙΙ. μεταχειρίζομαι ὡς τροφὴν ἵππων, οἱ δὲ Θρᾷκες τὴν μὲν πόαν (τοῦ τριβόλου) χλωρὰν ἱπποτροφοῦσι, κτλ. Διοσκ. 4. 15.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποτροφέω: разводить лошадей, выращивать коней, заниматься коневодством Isocr., Plut.