Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειροσκόπος

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροσκόπος Medium diacritics: χειροσκόπος Low diacritics: χειροσκόπος Capitals: ΧΕΙΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: cheiroskópos Transliteration B: cheiroskopos Transliteration C: cheiroskopos Beta Code: xeirosko/pos

English (LSJ)

ὁ,
A inspecting the hand, = χειρόμαντις, Artem.2.69.
II counter of hands, i.e. teller of votes, IG9(1).109.8 (Elatea), Bull. Soc. royale des lettres de Lund 1928/9 iv 43 (Cardamyle, i A.D.), Tim.Lex., Suid.

German (Pape)

[Seite 1346] die Hand beschauend, bes. um daraus zu weissagen, ὁ χειροσκόπος = χειρόμαντις, Sp. – Nach Suid. auch der beim Abstimmen die aufgehobenen Hände zählt.

Greek (Liddell-Scott)

χειροσκόπος: -ον, ὁ θεωρῶν καὶ ἐξετάζων τὴν χεῖρα, ὡς τὸ χειρόμαντις, Ἀρτεμίδ. 2. 69. ΙΙ. ὁ μετρῶν τὰς ἀνατεταμένας χεῖρας κατὰ τὴν ψηφοφορίαν, «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῦντες» Τιμ. Λεξικ.

Greek Monolingual

-ον, Α
το αρσ. ως ουσ.
1. ο χειρομάντης
2. αυτός που μετρούσε τα υψωμένα χέρια κατά την ψηφοφορία
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῦν τες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνοσκόπος].