συνεκκόπτω

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκόπτω Medium diacritics: συνεκκόπτω Low diacritics: συνεκκόπτω Capitals: ΣΥΝΕΚΚΟΠΤΩ
Transliteration A: synekkóptō Transliteration B: synekkoptō Transliteration C: synekkopto Beta Code: sunekko/ptw

English (LSJ)

A help to cut away, X.An.4.8.8.
2 excise also, Antyll. ap. Aët.7.74; τὴν πίστιν Plu.2.1101c.
3 cut off also, κλῆμα τὸ τοὺς βότρυας ἔχον συνεκκοπέντας Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1012] mit od. zugleich aushauen, abhauen, τὰ δένδρα Xen. An. 4, 8, 8.

French (Bailly abrégé)

retrancher ou supprimer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκκόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκκόπτω helpen te vellen, helpen om om te hakken.

Russian (Dvoretsky)

συνεκκόπτω:
1 помогать вырубать (τὰ δένδρα Xen.);
2 одновременно искоренять (τὴν πίστιν Plut.).

Greek Monolingual

ΜΑ
εκμηδενίζω, εξαλείφω
αρχ.
1. αποκόπτω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («ταῖς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», Γρηγ. Ναζ.)
2. αποκόπτω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκόπτω «αποκόπτω, αφαιρώ, εξαλείφω»].

Greek Monotonic

συνεκκόπτω: μέλ. -ψω, αποκόπτω, κόβω από κοινού, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκόπτω: ἐκκόπτω ὁμοῦ, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 8· σ. τὴν πίστιν Πλούτ. 2. 1101C.

Middle Liddell

fut. ψω
to help to cut away, Xen.