δυσπαρακολούθητος
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
δυσπαρακολούθητον,
A hard to follow, i.e. hard to understand, Men.490, D.H.Pomp.5, Corn.ND7, J.AJ11.3.10, Arr.Epict.2.12.10.
II Act., hard of understanding, dull, M.Ant.5.5 (Comp.).
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de seguir, e.e., difícil de entender δυσπαρακολούθητόν τι πρᾶγμ' ἐστὶν τύχη Men.Fr.380, la estructura del discurso, D.H.Pomp.5.2, Th.29.1, Is.14.4, ἡ φράσις D.H.Amm.2.15.1, ἡ διαίρεσις τῶν χρόνων D.H.Th.9.4, cf. Corn.ND 7, ἡ διήγησις I.AI 11.68, ῥήματα Arr.Epict.2.12.10, ἡ σύνθεσις Demetr.Eloc.4, λόγια Iambl.VP 247.
2 que entiende con dificultad de pers., M.Ant.5.5, Iambl.VP 74, Sch.Ar.Nu.629.
German (Pape)
[Seite 686] 1) dem man schwer folgen kann, schwer zu begreifen, Dion. Hal. iud. Thuc. 9 u. a. Rhett. – 2) schwer folgend, begreifend, M. Anton. 5, 5, im compar., u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à suivre, à comprendre;
2 qui suit ou comprend avec peine.
Étymologie: δυσ-, παρακολουθέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσπαρακολούθητος: досл. за которым трудно следовать или следить, перен. малопонятный, непостижимый (πρᾶγμα Men.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρακολουθήσῃ τις, δηλ. δυσνόητος, δυσκατάληπτος, Μένανδ. Ὑποβ. 10, Διον Ἁλ. π.Πομπ. 3. ΙΙ. μετὰ δυσκολίας ἐννοῶν, νωθρός, Μ.Ἀντων. 5. 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσπαρακολούθητος, -ον)
αυτός που δύσκολα παρακολουθείται, δυσνόητος
αρχ.
αυτός που δύσκολα κατανοεί, αργόστροφος.