εὔορμος
English (LSJ)
εὔορμον,
A with good mooring-places, ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος Od.4.358, 9.136, Hes.Sc.207, cf. Il.21.23; γῆ S.Ph.221; εὐορμότατοι λιμένες Ph.2.567.
2 well-moored, εὐόρμων… πρυμνήσια νηῶν AP10.4 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 1085] mit guten Ankerplätzen, λιμήν, Il. 21, 23; Hes. Sc. 207; Eur. Tr. 125 u. sonst; γῆ, Soph. Phil. 221; αἰγιαλοί, Ep. ad. 129 (VI, 24); – νῆες, gut landend, vor Anker gehend, M. Argent. (X, 4).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui offre un bon port.
Étymologie: εὖ, ὅρμος.
Russian (Dvoretsky)
εὔορμος:
1 имеющий хорошую стоянку, удобный для причала (λιμήν Hom., Hes., Eur.; γῆ Soph.; αἰγιαλός Anth.);
2 мор. хорошо пришвартованный (νῆες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔορμος: -ον, ἔχων καλοὺς ὅρμους πρὸς προσόρμισιν πλοίων, ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος Ὀδ. Δ. 358, πρβλ. Ι. 136, Ἰλ. Φ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207, Σοφ. Φιλ. 221, κτλ. 2) καλῶς ἠγκυροβολημένος, «ἀραγμένος», εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν Ἀνθ. Π. 10. 4.
English (Autenrieth)
affording good moorage or anchorage, Il. 21.23. (Od.)
Greek Monolingual
εὔορμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλούς όρμους για να αγκυροβολούν τα πλοία («ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος», Ομ. Οδ.)
2. ο αγκυροβολημένος καλά («εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρμος].
Greek Monotonic
εὔορμος: -ον, 1. αυτός που έχει καλά αγκυροβόλια, σε Όμηρ., Σοφ.
2. καλά αγκυροβολημένος, αραγμένος, λέγεται για πλοία, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὔ-ορμος, ον
1. with good mooring-places, Hom., Soph.
2. well-moored, of ships, Anth.