μολυβδοχοέω
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
A melt lead, work as a plumber, Poll.7.108.
2 c. acc., fix with molten lead, e.g. a statue on its pedestal, τὼ πόδε μ. περὶ τὰ σφυρά Ar.Ec.1110, cf. IG22.1672.176 (Athens),7.3073.179,al. (Lebad.).
German (Pape)
[Seite 200] Blei gießen, schmelzen, Ar. Eccl. 1110.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδοχοέω: τήκω, χωνεύω μόλυβδον, ἐργάζομαι ὡς μολυβδουργός, Πολυδ. Ζ´, 108. 2) στερεώνω διὰ τετηκότος μολύβδου, π.χ. ἄγαλμα, ἐπὶ τοῦ βάθρου, τὼ πόδε μ. περὶ τὰ σφυρὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1110, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 267.
Russian (Dvoretsky)
μολυβδοχοέω: (слова на μολυβδ- имеют v.l. μολιβδ-) припаивать расплавленным свинцом (τι Arph.).