ἐπιῤῥήδην
From LSJ
English (LSJ)
Adv., (ἐρέω, ῥηθῆναι)
A by name or by surname, ἐπιρρήδην καλέονται Arat.261.
II. explicitly, openly, A.R.2.640; directly, τινὰ ἱλάεσθαι ib.847; clearly, Arat.191.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρήδην: Ἐπίρρ., (ἐρέω, ῥηθῆναι) ὀνομαστί, ὡς τὸ ἐπίκλην καὶ ἐπίκλησιν, μετὰ τοῦ καλεῖσθαι, Ἄρατ. 261. ΙΙ. = διαρρήδην, ῥητῶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 640, 847· σαφῶς, Ἄρατ. 191.
German (Pape)
[Seite 975] danach benannt, mit Beinamen, wie ἐπίκλην, καλέονται Arat. 261. Auch = διαῤῥήδην, ausdrücklich, Ap. Rh. 2, 640. 847, vom Schol. ἀναφανδόν erkl.; vgl. Arat. 191.