μαλλωτός
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
μαλλωτή, μαλλωτόν, fleecy, μ. χλαμύδες cloaks lined with wool, Pl.Com.13; δοραί Str.11.2.19; χιτῶνες D.H.7.72, cf. IG22.1120 (iv A. D.), Sammelb.7033.44 (v A. D.):—written μαλλουτός in PMasp.6 ii 65 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
μαλλωτός: -ή, -όν, ἔχων μαλλίον, «μαλλιαρός», μ. χλαμὺς Πλάτ. Κωμ. ἐν «ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 4· δοραὶ Στράβ. 499· χιτῶνες Διον. Ἁλ. 7. 72· πρβλ. μηλωτή.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM μαλλωτός, -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) μαλλός
γεμάτος τρίχες, τριχωτός, μαλλιαρός («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μαλλωτός
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 περίπου είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μαλλωτόν
είδος μάλλινου κλινοσκεπάσματος.
German (Pape)
mit langer Wolle versehen, χιτών, χλαμύς, ein Schafpelz, Plat. com. bei Poll. 7.57; Dion.Hal. 7.72; auch μαλλωτὴ δορά, Strab. XI.499. Vgl. μηλωτή.