δαιμονιόπληκτος
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
δαιμονιόπληκτον, = δαιμονιόληπτος (smitten by evil spirits, possessed by evil spirits, possessed), PMag.Leid.V.9.1, Ptol. Tetr.169: Subst. δαιμονιοπληξία, ἡ, ib.170, Petas. ap. Olymp.Alch.p.95 B.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δαιμονο- PMag.12.281
poseído por un espíritu maligno, poseso Ptol.Tetr.3.15.3, PMag.l.c., Rhetor. en Cat.Cod.Astr.8(4).164, 165.
German (Pape)
[Seite 514] von einem Dämon geschlagen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονιόπληκτος: -ον, = δαιμονιόληπτος· καὶ οὐσιαστ. -πληξία, ἡ, Πρόκλ.
Greek Monolingual
δαιμονιόπληκτος, -ον (AM)
αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + -πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)].
Léxico de magia
-ον tb. δαιμονο- poseído por los démones ποιεῖ δὲ (τὸ ὄνομα) καὶ πρὸς δαιμονοπλήκτους actúa también el nombre con los poseídos por los démones P XII 281 P XXXVI 276