λεπτυντικός

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτυντικός Medium diacritics: λεπτυντικός Low diacritics: λεπτυντικός Capitals: ΛΕΠΤΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: leptyntikós Transliteration B: leptyntikos Transliteration C: leptyntikos Beta Code: leptuntiko/s

English (LSJ)

λεπτυντική, λεπτυντικόν, of or for making thin, attenuating, Dsc.5.88, Gal.6.572, Diph.Siph. ap. Ath.8.369d (also Comp., ib.e): c.gen., χυλὸς λ. αἵματος Id. ap. Ath.8.356d; τὸ φῶς λ. τοῦ ἀέρος Stoic. 2.143.

German (Pape)

[Seite 31] dünner, seiner machend, Diosc.; ὁ χύλὸς λεπτυντικός ἐστιν αἵματος Ath. II, 59 b.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτυντικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λέπτυνσιν, λεπτύνων, Διοσκ. 5. 89· ― μετὰ γεν., χυλὸς λ. αἵματος Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 365D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λεπτυντικός, -ή, -όν) λεπτύνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λέπτυνση ή αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να λεπταίνει, απισχαντικός («δύναμιν ἔχει σταλτικήν, λεπτυντικήν, νομὴν ἐφεκτικήν», Διοσκ.).