βυσσόθεν
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
Adv. from the bottom of the sea, S.Ant.590; of a river, Call.Del.127; κινήσασα β. γνώμην Babr.95.49, cf. Eratosth.Fr.36.4: metaph., fundamentally, Plot.6.5.12; from the depths of the heart, β. οἰμωγή Opp.H.4.17.
Spanish (DGE)
adv.
I 1de, desde el fondo del mar o ríos κυλίνδει β. ... θῖνα S.Ant.590, cf. Call.Del.127, β. ἐρριζοῦντο Orph.A.710.
2 desde lo hondo de, de debajo de la tierra χρυσὸν ... β. μύρμηκες ο[ἴσου] σι Call.Fr.202.59 add. (p.118).
II fig.
1 del fondo del ánimo (οἶνος) τὰ κεκρυμμένα φαίνει β. Eratosth.36.4, κινήσασα γνώμην Babr.95.49, β. ἐστενάχιζεν Musae.115, β. οἰμωγή gemido que sale de lo hondo Opp.H.4.17.
2 fundamentalmente ἔχει δύναμιν ... β. ἄπειρον Plot.6.5.12.
German (Pape)
[Seite 468] vom Grunde auf, Soph. Ant. 596; Anyt. 12 (VII, 215); übtr. bei Ath. II, 36 f.
French (Bailly abrégé)
adv.
du fond de la mer.
Étymologie: βυσσός, -θεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βυσσόθεν βυσσός adv., uit de diepte.
Russian (Dvoretsky)
βυσσόθεν: adv.
1 из глубины моря, с морского дна Soph.;
2 из глубины души Babr.
Greek Monolingual
βυσσόθεν επίρρ. (Α) βυσσός
1. από τον βυθό της θάλασσας
2. από τα βάθη της καρδιάς.
Greek Monotonic
βυσσόθεν: (βυσσός), επίρρ., από τα βάθη της θάλασσας, από τον βυθό, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
βυσσόθεν: ἐπίρρ., ἐκ τοῦ βυθοῦ, τοῦ πυθμένος τῆς θαλάσσης, Σοφ. Ἀντ. 590· κινήσασα βυσσόθεν γνώμην Βάβρ. 95. 49, πρβλ. Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθήν. 36F.